χηνάκι

χηνάκι
το, Ν
μικρή χήνα, νεοσσός χήνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χηνάκι — το υποκορ. του χήνα μικρή χήνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χηνάρι — το / χηνάριον, ΝΜΑ το χηνάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν / χήνα + υποκορ. κατάλ. άρι(ον), πρβλ. θηκ άρι ον] …   Dictionary of Greek

  • χηνίον — τὸ, Α [χήν, χηνός] χηνάκι …   Dictionary of Greek

  • χηνίς — ίδος, ἡ, Α χηνάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ἀλωπεκ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • χηνίσκος — ὁ, ΜΑ 1. μικρή χήνα, χηνάκι 2. κόσμημα στην άκρη τής πρύμνης τού πλοίου, κεκαμμένο σαν το λαιμό τής χήνας αρχ. διακοσμητικό στοιχείο σε κύλικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. ἀλεκτορ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • χηνιδεύς — έως, και χηνιδής, οῡς, ὁ, Α χηνάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + επίθημα ιδεύς, το οποίο απαντά σε ον. νεογνών ζώων (πρβλ. ἀετ ιδεύς)] …   Dictionary of Greek

  • χηνίτσα — η υποκορ. του χήνα μικρή χήνα, χηνάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”